- κομμιοτυπικός
- -ή, -ό1. αυτός που έχει ληφθεί με τη μέθοδο τής κομμιοτυπίας2. φρ. «κομμιοτυπικό χαρτί» — χαρτί κολλαρισμένο με αραβική γόμμα ή ιχθυόκολλα που περιέχει λίγο διχρωμικό κάλι και κατάλληλη ποσότητα χρώματος υδατογραφίας.
Dictionary of Greek. 2013.